ραιτορομανικός

ραιτορομανικός
-ή, -ό, Ν [ραιτορομανός]
φρ. «ραιτορομανικές γλώσσες»
γλωσσ. η υποομάδα τών ρομανικών γλωσσών που ομιλούνται στην Ελβετία και τη Βόρεια Ιταλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”